ανίσκιωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈni.sço.tos/
Επίθετο επεξεργασία
ανίσκιωτος, -η, -ο
- που δεν έχει ίσκιο, που βρίσκεται εκτεθειμένος στον ήλιο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σκιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανίσκιωτος
|