Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανέσπερος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀνέσπερος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανέσπερ
ος
η
ανέσπερ
η
το
ανέσπερ
ο
γενική
του
ανέσπερ
ου
της
ανέσπερ
ης
του
ανέσπερ
ου
αιτιατική
τον
ανέσπερ
ο
την
ανέσπερ
η
το
ανέσπερ
ο
κλητική
ανέσπερ
ε
ανέσπερ
η
ανέσπερ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανέσπερ
οι
οι
ανέσπερ
ες
τα
ανέσπερ
α
γενική
των
ανέσπερ
ων
των
ανέσπερ
ων
των
ανέσπερ
ων
αιτιατική
τους
ανέσπερ
ους
τις
ανέσπερ
ες
τα
ανέσπερ
α
κλητική
ανέσπερ
οι
ανέσπερ
ες
ανέσπερ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανέσπερος
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἀνέσπερος
Επίθετο
επεξεργασία
ανέσπερος
που δεν
δύει
, δεν σβήνει, που διατηρεί την
αίγλη
του, το
φως
, τη
δόξα
ὁ
ἀνέσπερος
εἰς γῆν φωσφόρος
Συγγενικά
επεξεργασία
ανέσπερα
ανέσπερο
→
δείτε
τη λέξη
εσπέρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανέσπερος
αγγλικά
:
not
setting
(en)