↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέξοδος η ανέξοδη το ανέξοδο
      γενική του ανέξοδου της ανέξοδης του ανέξοδου
    αιτιατική τον ανέξοδο την ανέξοδη το ανέξοδο
     κλητική ανέξοδε ανέξοδη ανέξοδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέξοδοι οι ανέξοδες τα ανέξοδα
      γενική των ανέξοδων των ανέξοδων των ανέξοδων
    αιτιατική τους ανέξοδους τις ανέξοδες τα ανέξοδα
     κλητική ανέξοδοι ανέξοδες ανέξοδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανέξοδος < αν- + έξοδος (δηλ. χωρίς δαπάνη)

  Επίθετο

επεξεργασία

ανέξοδος

  • που δεν κοστίζει σχεδόν τίποτα, για τον οποίον χρειάζονται λίγα μόνο έξοδα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία