Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανάρμεχτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανάρμεχτ
ος
η
ανάρμεχτ
η
το
ανάρμεχτ
ο
γενική
του
ανάρμεχτ
ου
της
ανάρμεχτ
ης
του
ανάρμεχτ
ου
αιτιατική
τον
ανάρμεχτ
ο
την
ανάρμεχτ
η
το
ανάρμεχτ
ο
κλητική
ανάρμεχτ
ε
ανάρμεχτ
η
ανάρμεχτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανάρμεχτ
οι
οι
ανάρμεχτ
ες
τα
ανάρμεχτ
α
γενική
των
ανάρμεχτ
ων
των
ανάρμεχτ
ων
των
ανάρμεχτ
ων
αιτιατική
τους
ανάρμεχτ
ους
τις
ανάρμεχτ
ες
τα
ανάρμεχτ
α
κλητική
ανάρμεχτ
οι
ανάρμεχτ
ες
ανάρμεχτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανάρμεχτος
<
αν-
+
αρμέγω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ανάρμεχτος
άλλη μορφή
του
ανάρμεγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανάρμεχτος
→
δείτε
τη λέξη
ανάρμεγος