↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάρμεγος η ανάρμεγη το ανάρμεγο
      γενική του ανάρμεγου της ανάρμεγης του ανάρμεγου
    αιτιατική τον ανάρμεγο την ανάρμεγη το ανάρμεγο
     κλητική ανάρμεγε ανάρμεγη ανάρμεγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάρμεγοι οι ανάρμεγες τα ανάρμεγα
      γενική των ανάρμεγων των ανάρμεγων των ανάρμεγων
    αιτιατική τους ανάρμεγους τις ανάρμεγες τα ανάρμεγα
     κλητική ανάρμεγοι ανάρμεγες ανάρμεγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανάρμεγος < αν- + αρμέγω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ανάρμεγος, -η, -ο

  • που δεν τον έχουν (ή δεν μπορεί να) τον αρμέξουν

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία