ανάδελφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανάδελφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάδελφος. Συγχρονικά αναλύεται σε αν- στερητικό + αδελφ(ός) + κατάληξη επιθέτου -ος
Επίθετο
επεξεργασίαανάδελφος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν έχει αδέλφια
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που δεν έχει ομόφυλους ή ομοεθνείς
- ⮡ έθνος ανάδελφο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανάδελφος
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)