Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμόλυβδος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αμόλυβδ
ος
η
αμόλυβδ
η
το
αμόλυβδ
ο
γενική
του
αμόλυβδ
ου
της
αμόλυβδ
ης
του
αμόλυβδ
ου
αιτιατική
τον
αμόλυβδ
ο
την
αμόλυβδ
η
το
αμόλυβδ
ο
κλητική
αμόλυβδ
ε
αμόλυβδ
η
αμόλυβδ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αμόλυβδ
οι
οι
αμόλυβδ
ες
τα
αμόλυβδ
α
γενική
των
αμόλυβδ
ων
των
αμόλυβδ
ων
των
αμόλυβδ
ων
αιτιατική
τους
αμόλυβδ
ους
τις
αμόλυβδ
ες
τα
αμόλυβδ
α
κλητική
αμόλυβδ
οι
αμόλυβδ
ες
αμόλυβδ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμόλυβδος
<
α-
στερητικό +
μόλυβδος
Επίθετο
επεξεργασία
αμόλυβδος, -η, -ο
που δεν περιέχει
μόλυβδο
αμόλυβδη
βενζίνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμόλυβδος
αγγλικά
:
unleaded
(en)
γαλλικά
:
sans
(fr)
plomb
(fr)