Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμολόγητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αμολόγητ
ος
η
αμολόγητ
η
το
αμολόγητ
ο
γενική
του
αμολόγητ
ου
της
αμολόγητ
ης
του
αμολόγητ
ου
αιτιατική
τον
αμολόγητ
ο
την
αμολόγητ
η
το
αμολόγητ
ο
κλητική
αμολόγητ
ε
αμολόγητ
η
αμολόγητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αμολόγητ
οι
οι
αμολόγητ
ες
τα
αμολόγητ
α
γενική
των
αμολόγητ
ων
των
αμολόγητ
ων
των
αμολόγητ
ων
αιτιατική
τους
αμολόγητ
ους
τις
αμολόγητ
ες
τα
αμολόγητ
α
κλητική
αμολόγητ
οι
αμολόγητ
ες
αμολόγητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμολόγητος
<
α-
+
μολογώ
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αμολόγητος, -η, -ο
ο
ανομολόγητος
Συνώνυμα
επεξεργασία
ανεκδιήγητος
ανομολόγητος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ομολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμολόγητος
αγγλικά
:
unspeakable
(en)
,
ineffable
(en)