↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανομολόγητος η ανομολόγητη το ανομολόγητο
      γενική του ανομολόγητου της ανομολόγητης του ανομολόγητου
    αιτιατική τον ανομολόγητο την ανομολόγητη το ανομολόγητο
     κλητική ανομολόγητε ανομολόγητη ανομολόγητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανομολόγητοι οι ανομολόγητες τα ανομολόγητα
      γενική των ανομολόγητων των ανομολόγητων των ανομολόγητων
    αιτιατική τους ανομολόγητους τις ανομολόγητες τα ανομολόγητα
     κλητική ανομολόγητοι ανομολόγητες ανομολόγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανομολόγητος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ανομολόγητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει ομολογηθεί
  2. που δεν είναι ηθικά δυνατό να ομολογηθεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία