↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμετακόμιστος η αμετακόμιστη το αμετακόμιστο
      γενική του αμετακόμιστου της αμετακόμιστης του αμετακόμιστου
    αιτιατική τον αμετακόμιστο την αμετακόμιστη το αμετακόμιστο
     κλητική αμετακόμιστε αμετακόμιστη αμετακόμιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμετακόμιστοι οι αμετακόμιστες τα αμετακόμιστα
      γενική των αμετακόμιστων των αμετακόμιστων των αμετακόμιστων
    αιτιατική τους αμετακόμιστους τις αμετακόμιστες τα αμετακόμιστα
     κλητική αμετακόμιστοι αμετακόμιστες αμετακόμιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμετακόμιστος < α- + μετακομίζω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αμετακόμιστος

  1. που δεν έχει μετακομιστεί
     αντώνυμα: μετακομισμένος
  2. που δεν είναι δυνατόν να μετακομιστεί

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία