μετακομισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετακομισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μετακομίζω
Μετοχή
επεξεργασίαμετακομισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μετακομίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετακομισμένος
|
μετακομισμένος, -η, -ο
|