↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετακομισμένος η μετακομισμένη το μετακομισμένο
      γενική του μετακομισμένου της μετακομισμένης του μετακομισμένου
    αιτιατική τον μετακομισμένο τη μετακομισμένη το μετακομισμένο
     κλητική μετακομισμένε μετακομισμένη μετακομισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετακομισμένοι οι μετακομισμένες τα μετακομισμένα
      γενική των μετακομισμένων των μετακομισμένων των μετακομισμένων
    αιτιατική τους μετακομισμένους τις μετακομισμένες τα μετακομισμένα
     κλητική μετακομισμένοι μετακομισμένες μετακομισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μετακομισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μετακομίζω

μετακομισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία