αλυτρωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλυτρωτικός < αλυτρωτισμός + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
αλυτρωτικός
- που έχει σχέση με τον αλυτρωτισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά επεξεργασία
- αλυτρωτικά
- → δείτε τις λέξεις αλυτρωτισμός, αλύτρωτος και λύτρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλυτρωτικός