↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλυτρωτισμός οι αλυτρωτισμοί
      γενική του αλυτρωτισμού των αλυτρωτισμών
    αιτιατική τον αλυτρωτισμό τους αλυτρωτισμούς
     κλητική αλυτρωτισμέ αλυτρωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλυτρωτισμός < αλύτρωτ(ος) + -ισμός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.li.tɾo.tiˈzmos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλυτρωτισμός αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία