εθνικιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εθνικιστικός < εθνικιστής + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαεθνικιστικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον εθνικισμό και τους εθνικιστές
- εθνικιστική οργάνωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία εθνικιστικός