Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλογοδότητος η αλογοδότητη το αλογοδότητο
      γενική του αλογοδότητου της αλογοδότητης του αλογοδότητου
    αιτιατική τον αλογοδότητο την αλογοδότητη το αλογοδότητο
     κλητική αλογοδότητε αλογοδότητη αλογοδότητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλογοδότητοι οι αλογοδότητες τα αλογοδότητα
      γενική των αλογοδότητων των αλογοδότητων των αλογοδότητων
    αιτιατική τους αλογοδότητους τις αλογοδότητες τα αλογοδότητα
     κλητική αλογοδότητοι αλογοδότητες αλογοδότητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλογοδότητος < α- + λογοδοτώ + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αλογοδότητος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία