αλογοδότητων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααλογοδότητων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αλογοδότητος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αλογοδότητος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλογοδότητος