Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλληλοκεντρικός η αλληλοκεντρική το αλληλοκεντρικό
      γενική του αλληλοκεντρικού της αλληλοκεντρικής του αλληλοκεντρικού
    αιτιατική τον αλληλοκεντρικό την αλληλοκεντρική το αλληλοκεντρικό
     κλητική αλληλοκεντρικέ αλληλοκεντρική αλληλοκεντρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλληλοκεντρικοί οι αλληλοκεντρικές τα αλληλοκεντρικά
      γενική των αλληλοκεντρικών των αλληλοκεντρικών των αλληλοκεντρικών
    αιτιατική τους αλληλοκεντρικούς τις αλληλοκεντρικές τα αλληλοκεντρικά
     κλητική αλληλοκεντρικοί αλληλοκεντρικές αλληλοκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλληλοκεντρικός < αλληλο- + κεντρικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.li.lo.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλ‐λη‐λο‐κε‐ντρι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

αλληλοκεντρικός, -ή, -ό

  • (νεολογισμός) που τοποθετεί στο κέντρο του ενδιαφέροντος και της προσοχής εξίσου και τα δύο σχετιζόμενα μέρη
    Τέλος, η αλληλοκεντρική ή ομοκεντρική διάσταση της επικοινωνίας είναι αυτή που αφορά την ίδια τη σχέση μεταξύ των προσώπων που επικοινωνούν, μέσα από την οποία ικανοποιούνται με αμοιβαιότητα οι ανάγκες όλων των συμμετεχόντων. (@enne.gr)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία