ομοκεντρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομοκεντρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική homocentrique[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική homocentric[1] < αρχαία ελληνική ὁμός + κέντρον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.mo.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μο‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαομοκεντρικός, -ή, -ό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ομοκεντρικά (επίρρημα)
- ομοκεντρικότητα
- ομοκεντρικώς (επίρρημα)
→ και δείτε τις λέξεις ομόκεντρος και κέντρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία δείτε ομόκεντρος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 ομοκεντρικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)