ομόκεντρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομόκεντρος < ελληνιστική κοινή ὁμόκεντρος
Επίθετο
επεξεργασίαομόκεντρος, -η, -ο
- που έχει το ίδιο κέντρο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ομόκεντρος