↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλίπαντος η αλίπαντη το αλίπαντο
      γενική του αλίπαντου της αλίπαντης του αλίπαντου
    αιτιατική τον αλίπαντο την αλίπαντη το αλίπαντο
     κλητική αλίπαντε αλίπαντη αλίπαντο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλίπαντοι οι αλίπαντες τα αλίπαντα
      γενική των αλίπαντων των αλίπαντων των αλίπαντων
    αιτιατική τους αλίπαντους τις αλίπαντες τα αλίπαντα
     κλητική αλίπαντοι αλίπαντες αλίπαντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλίπαντος < μεσαιωνική ελληνική αλίπαντος < α- + λιπαίνω

  Επίθετο

επεξεργασία

αλίπαντος

  1. που δεν του έχουν βάλει λιπαντικές ουσίες
  2. που δεν έχει λίπασμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία