πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακρινός η ακρινή το ακρινό
      γενική του ακρινού της ακρινής του ακρινού
    αιτιατική τον ακρινό την ακρινή το ακρινό
     κλητική ακρινέ ακρινή ακρινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακρινοί οι ακρινές τα ακρινά
      γενική των ακρινών των ακρινών των ακρινών
    αιτιατική τους ακρινούς τις ακρινές τα ακρινά
     κλητική ακρινοί ακρινές ακρινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ακρινός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία