ακουαμαρίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακουαμαρίνα θηλυκό
- παραλλαγή του πυριτικού ορυκτού βήρυλλος με γαλάζια ή γαλαζοπράσινη απόχρωση που χρησιμοποίειται στην κοσμηματοποιία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακουαμαρίνα