Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακολύμπητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακολύμπητ
ος
η
ακολύμπητ
η
το
ακολύμπητ
ο
γενική
του
ακολύμπητ
ου
της
ακολύμπητ
ης
του
ακολύμπητ
ου
αιτιατική
τον
ακολύμπητ
ο
την
ακολύμπητ
η
το
ακολύμπητ
ο
κλητική
ακολύμπητ
ε
ακολύμπητ
η
ακολύμπητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακολύμπητ
οι
οι
ακολύμπητ
ες
τα
ακολύμπητ
α
γενική
των
ακολύμπητ
ων
των
ακολύμπητ
ων
των
ακολύμπητ
ων
αιτιατική
τους
ακολύμπητ
ους
τις
ακολύμπητ
ες
τα
ακολύμπητ
α
κλητική
ακολύμπητ
οι
ακολύμπητ
ες
ακολύμπητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακολύμπητος
<
α-
+
κολυμπώ
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ακολύμπητος, -η, -ο
που δεν έχει
κολυμπήσει
που δεν είναι δυνατόν να
κολυμπήσει
κάποιος
εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
κολυμπώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακολύμπητος
αγγλικά
:
not
swimming
(en)
(1)