ακολύμπητων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ακολύμπητων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ακολύμπητος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ακολύμπητος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ακολύμπητος
ακολύμπητων