αισθησιοκρατικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αισθησιοκρατικός < αισθησιοκρατία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αισθησιοκρατικός
- ο σχετικός με την αισθησιοκρατία ή αισθησιαρχία
- ο οπαδός της θεωρίας της αισθησιοκρατίας, ο αισθησιοκράτης, εκείνος που πιστεύει ό,τι όλες οι γνώσεις προέρχονται αποκλειστικά από τα αισθητήρια όργανα και ο νους δεν μπορεί να επεξεργαστεί τίποτα που προηγουμένως δεν έχειγίνει αντικείμενο ενός από αυτά (των οργάνων)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αισθησιοκρατικός