Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αισθησιοκρατικός η αισθησιοκρατική το αισθησιοκρατικό
      γενική του αισθησιοκρατικού της αισθησιοκρατικής του αισθησιοκρατικού
    αιτιατική τον αισθησιοκρατικό την αισθησιοκρατική το αισθησιοκρατικό
     κλητική αισθησιοκρατικέ αισθησιοκρατική αισθησιοκρατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αισθησιοκρατικοί οι αισθησιοκρατικές τα αισθησιοκρατικά
      γενική των αισθησιοκρατικών των αισθησιοκρατικών των αισθησιοκρατικών
    αιτιατική τους αισθησιοκρατικούς τις αισθησιοκρατικές τα αισθησιοκρατικά
     κλητική αισθησιοκρατικοί αισθησιοκρατικές αισθησιοκρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αισθησιοκρατικός < αισθησιοκρατία

  Επίθετο επεξεργασία

αισθησιοκρατικός

  1. ο σχετικός με την αισθησιοκρατία ή αισθησιαρχία
  2. ο οπαδός της θεωρίας της αισθησιοκρατίας, ο αισθησιοκράτης, εκείνος που πιστεύει ό,τι όλες οι γνώσεις προέρχονται αποκλειστικά από τα αισθητήρια όργανα και ο νους δεν μπορεί να επεξεργαστεί τίποτα που προηγουμένως δεν έχειγίνει αντικείμενο ενός από αυτά (των οργάνων)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία