sensationalist
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
sensationalist (en) < sensational + -ist
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
sensationalist (en)
- αισθησιοκράτης, οπαδός της αισθησιοκρατίας
ΕπίθετοΕπεξεργασία
sensationalist (en)
sensationalist (en) < sensational + -ist
sensationalist (en)
sensationalist (en)