αισθηματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αισθηματισμός < αίσθημα + -ισμός ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) sentimentalisme)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααισθηματισμός αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αισθηματικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αισθηματισμός