αισθηματολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αισθηματολογία θηλυκό
- λόγος συναισθηματικός· συχνά έχει αρνητική χροιά καθώς δηλώνει έλλειψη πρακτικού πνεύματος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αισθηματολογικά
- αισθηματολογικός
- αισθηματολόγος
- αισθηματολογώ
- → δείτε τις λέξεις αίσθημα και λόγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αισθηματολογία