αισθηματολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αισθηματολογώ < αισθηματολόγος + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίααισθηματολογώ
Συγγενικά
επεξεργασία- αισθηματολόγημα
- αισθηματολογία
- αισθηματολογικά
- αισθηματολογικός
- αισθηματολόγος
- → δείτε τις λέξεις αίσθημα και λέγω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αισθηματολογώ | αισθηματολογούσα | θα αισθηματολογώ | να αισθηματολογώ | αισθηματολογώντας | |
β' ενικ. | αισθηματολογείς | αισθηματολογούσες | θα αισθηματολογείς | να αισθηματολογείς | (αισθηματολόγει) | |
γ' ενικ. | αισθηματολογεί | αισθηματολογούσε | θα αισθηματολογεί | να αισθηματολογεί | ||
α' πληθ. | αισθηματολογούμε | αισθηματολογούσαμε | θα αισθηματολογούμε | να αισθηματολογούμε | ||
β' πληθ. | αισθηματολογείτε | αισθηματολογούσατε | θα αισθηματολογείτε | να αισθηματολογείτε | αισθηματολογείτε | |
γ' πληθ. | αισθηματολογούν(ε) | αισθηματολογούσαν(ε) | θα αισθηματολογούν(ε) | να αισθηματολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αισθηματολόγησα | θα αισθηματολογήσω | να αισθηματολογήσω | αισθηματολογήσει | ||
β' ενικ. | αισθηματολόγησες | θα αισθηματολογήσεις | να αισθηματολογήσεις | αισθηματολόγησε | ||
γ' ενικ. | αισθηματολόγησε | θα αισθηματολογήσει | να αισθηματολογήσει | |||
α' πληθ. | αισθηματολογήσαμε | θα αισθηματολογήσουμε | να αισθηματολογήσουμε | |||
β' πληθ. | αισθηματολογήσατε | θα αισθηματολογήσετε | να αισθηματολογήσετε | αισθηματολογήστε | ||
γ' πληθ. | αισθηματολόγησαν αισθηματολογήσαν(ε) |
θα αισθηματολογήσουν(ε) | να αισθηματολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αισθηματολογήσει | είχα αισθηματολογήσει | θα έχω αισθηματολογήσει | να έχω αισθηματολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αισθηματολογήσει | είχες αισθηματολογήσει | θα έχεις αισθηματολογήσει | να έχεις αισθηματολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αισθηματολογήσει | είχε αισθηματολογήσει | θα έχει αισθηματολογήσει | να έχει αισθηματολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αισθηματολογήσει | είχαμε αισθηματολογήσει | θα έχουμε αισθηματολογήσει | να έχουμε αισθηματολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αισθηματολογήσει | είχατε αισθηματολογήσει | θα έχετε αισθηματολογήσει | να έχετε αισθηματολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αισθηματολογήσει | είχαν αισθηματολογήσει | θα έχουν αισθηματολογήσει | να έχουν αισθηματολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αισθηματολογώ
|