Ετυμολογία

επεξεργασία
αισθηματολογώ < αισθηματολόγος +

αισθηματολογώ

  1. φέρομαι ή μιλώ (συν)αισθηματικά (χωρίς λογική)
  2. φέρομαι ή μιλώ ερωτικά
     συνώνυμα: ερωτολογώ, ερωτοτροπώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία