αιθεριώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αιθεριώδης < αρχαία ελληνική αἰθεριώδης < αἰθήρ + εἶδος
Επίθετο
επεξεργασίααιθεριώδης,-ης,-ες
- που μοιάζει με αιθέρα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αιθεριώδης
|