αζερμπαϊτζανικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αζερμπαϊτζανικός < Αζερμπαϊτζαν(ός) + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.zeɾ.bai.d͡za.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ζερ‐μπαϊ‐τζα‐νι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
αζερμπαϊτζανικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αζερμπαϊτζανικός
→ δείτε τη λέξη αζερικός |
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.