αγκαθωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγκαθωτός < αγκάθι + -ωτός
Επίθετο
επεξεργασίααγκαθωτός
- που έχει αγκάθια ή πολλές αιχμηρές προεξοχές που μοιάζουν με αγκάθια
- το στρατόπεδο ήταν περιφραγμένο με αγκαθωτό συρματόπλεγμα
Συνώνυμα
επεξεργασία- αγκαθερός
- τσιμπητερός (συνήθως όταν τα αγκαθάκια είναι μικροΐνες, παιδική λέξη)