Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγκαθερός η αγκαθερή το αγκαθερό
      γενική του αγκαθερού της αγκαθερής του αγκαθερού
    αιτιατική τον αγκαθερό την αγκαθερή το αγκαθερό
     κλητική αγκαθερέ αγκαθερή αγκαθερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγκαθεροί οι αγκαθερές τα αγκαθερά
      γενική των αγκαθερών των αγκαθερών των αγκαθερών
    αιτιατική τους αγκαθερούς τις αγκαθερές τα αγκαθερά
     κλητική αγκαθεροί αγκαθερές αγκαθερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγκαθερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγκαθερός < ἀγκάθι + -ερός[1]

  Επίθετο επεξεργασία

αγκαθερός -ή -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία