αγκαθερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγκαθερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγκαθερός < ἀγκάθι + -ερός[1]
Επίθετο
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αγκαθερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας