↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγκάθινος η αγκάθινη το αγκάθινο
      γενική του αγκάθινου της αγκάθινης του αγκάθινου
    αιτιατική τον αγκάθινο την αγκάθινη το αγκάθινο
     κλητική αγκάθινε αγκάθινη αγκάθινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγκάθινοι οι αγκάθινες τα αγκάθινα
      γενική των αγκάθινων των αγκάθινων των αγκάθινων
    αιτιατική τους αγκάθινους τις αγκάθινες τα αγκάθινα
     κλητική αγκάθινοι αγκάθινες αγκάθινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγκάθινος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκάνθινος (με προσαρμογή στην δημοτική)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋˈga.θi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γκά‐θι‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

αγκάθινος, -η, -ο

  • που είναι φτιαγμένος από αγκάθια
    ⮡  φόρεσαν στο Χριστό ένα αγκάθινο στεφάνι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία