ίσμπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ίσμπα | οι | ίσμπες |
γενική | της | ίσμπας | — | |
αιτιατική | την | ίσμπα | τις | ίσμπες |
κλητική | ίσμπα | ίσμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ίσμπα < (άμεσο δάνειο) ρωσική изба (izˈba) < πρωτοσλαβική *jьstъba (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαίσμπα θηλυκό
- (παρωχημένο) ρωσικό ξύλινο αγροτόσπιτο
- Ο οικίσκος ούτος, ξυλόπηκτος μάλλον ή ξυλόπλεκτος καθ' άπαντα αυτού τα μέρη, ήτο προφανής απομίμησις των πενιχρών κατοικιών, τας οποίας οι ρώσοι χωρικοί ονομάζουσι Ίσμπα. Των τοιούτων οικίσκων και η καπνοδόχη ακόμη είναι πεπηγμένη εξ ακατεργάστων τεμαχίων ξύλου. και επειδή κατ' εκείνην την στιγμήν λευκός αραιός καπνός ανερριχάτο εξ' αυτής περιελισσόμενος περί τα φυλλώματα των δέντρων. (Γεώργιος Βιζυηνός, Ο Μοσκώβ Σελήμ)
- Είχε την ίσμπα της στην όχθη ενός μεγάλου ποταμού και εκεί ζούσε με την απλότητά της και τις ελάχιστες ανάγκες. (*)
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) σπηλιά
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) κρυψώνα, αποθήκη