ένζυμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ένζυμος | η | ένζυμη | το | ένζυμο |
γενική | του | ένζυμου | της | ένζυμης | του | ένζυμου |
αιτιατική | τον | ένζυμο | την | ένζυμη | το | ένζυμο |
κλητική | ένζυμε | ένζυμη | ένζυμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ένζυμοι | οι | ένζυμες | τα | ένζυμα |
γενική | των | ένζυμων | των | ένζυμων | των | ένζυμων |
αιτιατική | τους | ένζυμους | τις | ένζυμες | τα | ένζυμα |
κλητική | ένζυμοι | ένζυμες | ένζυμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ένζυμος < μεσαιωνική ελληνική ένζυμος < εν- + ζύμη
Επίθετο επεξεργασία
ένζυμος
- που παρασκευάστηκε με προζύμι
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ζύμη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ένζυμος
|