έκπαγλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έκπαγλος | η | έκπαγλη | το | έκπαγλο |
γενική | του | έκπαγλου | της | έκπαγλης | του | έκπαγλου |
αιτιατική | τον | έκπαγλο | την | έκπαγλη | το | έκπαγλο |
κλητική | έκπαγλε | έκπαγλη | έκπαγλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έκπαγλοι | οι | έκπαγλες | τα | έκπαγλα |
γενική | των | έκπαγλων | των | έκπαγλων | των | έκπαγλων |
αιτιατική | τους | έκπαγλους | τις | έκπαγλες | τα | έκπαγλα |
κλητική | έκπαγλοι | έκπαγλες | έκπαγλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έκπαγλος < αρχαία ελληνική ἔκπαγλος < *ἔκπλαγλος < εκπλήσσω (απαρ. παθ. αορ. β' ἐκπλαγῆναι)
Επίθετο
επεξεργασίαέκπαγλος, -ος, -ο(ν)
Εκφράσεις
επεξεργασία- εκπάγλου καλλονής: (λόγιο) εξαιρετικής ομορφιάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία έκπαγλος
|
Αναφορές
επεξεργασίαHofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.), σελ. 86