άφιλτρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άφιλτρο | τα | άφιλτρα |
γενική | του | άφιλτρου | των | άφιλτρων |
αιτιατική | το | άφιλτρο | τα | άφιλτρα |
κλητική | άφιλτρο | άφιλτρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άφιλτρο < ενδεχομένως μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική unfiltered • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
άφιλτρο ουδέτερο
- τσιγάρο ή άλλο καπνικό είδος που δεν έχει φίλτρο
- ↪ Κάποτε κάπνιζα μόνο άφιλτρα, αλλά πλέον μου πέφτουν βαριά και τα έχω κόψει εντελώς.