Gauloise
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
Gauloise | Gauloises |
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Gauloise < η γαλλική μάρκα τσιγάρων Gauloises [επίθετο gaulois(e) (γαλατικός) ]
Ουσιαστικό επεξεργασία
Gauloise (fr) θηλυκό
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
Gauloise | Gauloises |
Gauloise (fr) θηλυκό (αρσενικό: Gaulois)
- (αρχαία ιστορία, εθνικό όνομα) η Γαλάτισσα
- (αργκό) η Γαλλίδα