άσφαγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άσφαγος | η | άσφαγη | το | άσφαγο |
γενική | του | άσφαγου | της | άσφαγης | του | άσφαγου |
αιτιατική | τον | άσφαγο | την | άσφαγη | το | άσφαγο |
κλητική | άσφαγε | άσφαγη | άσφαγο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άσφαγοι | οι | άσφαγες | τα | άσφαγα |
γενική | των | άσφαγων | των | άσφαγων | των | άσφαγων |
αιτιατική | τους | άσφαγους | τις | άσφαγες | τα | άσφαγα |
κλητική | άσφαγοι | άσφαγες | άσφαγα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
άσφαγος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο, ιδιωματικό) άλλη μορφή του άσφαχτος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σφάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
άσφαγος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ άσφαγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- άσφαγος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας