Δείτε επίσης: ἄντλημα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άντλημα τα αντλήματα
      γενική του αντλήματος των αντλημάτων
    αιτιατική το άντλημα τα αντλήματα
     κλητική άντλημα αντλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άντλημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄντλημα < αρχαία ελληνική ἀντλέω / ἀντλῶ < ἄντλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άντλημα ουδέτερο

  1. ο κουβάς, ο κάδος ή το δοχείο με το οποίο αντλούμε νερό από ένα πηγάδι
     συνώνυμα: αντλητήρας
  2. (κατ’ επέκταση) το νερό που περιέχεται στο (1)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. άντλημα — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)