αντλητήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντλητήρας < (ελληνιστική κοινή) ἀντλητήρ < αρχαία ελληνική ἀντλέω / ἀντλῶ < ἄντλος
αντλητήρας ουδέτερο
- ο κουβάς, ο κάδος ή το δοχείο με το οποίο αντλούμε νερό από ένα πηγάδι
- ειδικό μηχάνημα για την άντληση
- ≈ συνώνυμα: γεράνι, αντλητήριο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αντλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντλητήρας
|