↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άζευκτος η άζευκτη το άζευκτο
      γενική του άζευκτου της άζευκτης του άζευκτου
    αιτιατική τον άζευκτο την άζευκτη το άζευκτο
     κλητική άζευκτε άζευκτη άζευκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άζευκτοι οι άζευκτες τα άζευκτα
      γενική των άζευκτων των άζευκτων των άζευκτων
    αιτιατική τους άζευκτους τις άζευκτες τα άζευκτα
     κλητική άζευκτοι άζευκτες άζευκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άζευκτος < α- στερητικό + ζευγνύω/ζεύγνυμι + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

άζευκτος

  1. που δεν έχει σχηματίσει ζεύγος, που δεν έχει ζευχθεί
    1. άζευτος
      Όθεν βαλόντες το λείψανον επάνω εις ένα αμάξι, είτα δέσαντες το αμάξι εις δύω βόδια άζευκτα, αφήκαν αυτά να υπάγουν, όπου θελήσει ο Άγιος. (Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´)
    2. (φυσική) για σωματίδια
      το μοριακό οξυγόνο διαθέτει δυο άζευκτα ηλεκτρόνια (με παράλληλα σπίν)
    3. (για ποτάμια, θαλάσσια στενά κλπ) αγεφύρωτος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία