άζευκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άζευκτος | η | άζευκτη | το | άζευκτο |
γενική | του | άζευκτου | της | άζευκτης | του | άζευκτου |
αιτιατική | τον | άζευκτο | την | άζευκτη | το | άζευκτο |
κλητική | άζευκτε | άζευκτη | άζευκτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άζευκτοι | οι | άζευκτες | τα | άζευκτα |
γενική | των | άζευκτων | των | άζευκτων | των | άζευκτων |
αιτιατική | τους | άζευκτους | τις | άζευκτες | τα | άζευκτα |
κλητική | άζευκτοι | άζευκτες | άζευκτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαάζευκτος
- που δεν έχει σχηματίσει ζεύγος, που δεν έχει ζευχθεί
- άζευτος
- Όθεν βαλόντες το λείψανον επάνω εις ένα αμάξι, είτα δέσαντες το αμάξι εις δύω βόδια άζευκτα, αφήκαν αυτά να υπάγουν, όπου θελήσει ο Άγιος. (Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´)
- (φυσική) για σωματίδια
- το μοριακό οξυγόνο διαθέτει δυο άζευκτα ηλεκτρόνια (με παράλληλα σπίν)
- (για ποτάμια, θαλάσσια στενά κλπ) αγεφύρωτος
- άζευτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία άζευκτος
|