Χαντζόπουλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χαντζόπουλος | οι | Χαντζόπουλοι & Χαντζοπουλαίοι1 |
γενική | του | Χαντζόπουλου & Χαντζοπούλου |
των | Χαντζόπουλων2 & Χαντζοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Χαντζόπουλο | τους | Χαντζόπουλους3 & Χαντζοπουλαίους |
κλητική | Χαντζόπουλε | Χαντζόπουλοι & Χαντζοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Χαντζοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Χαντζοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Χαντζόπουλος < οθωμανική τουρκική خان (han, πανδοχείο) (τουρκική hancı πανδοχέας, ξενοδόχος) + -όπουλος < han < περσική خان (han, πανδοχείο) < μέση περσική hʾn' (xān: σπίτι) < 𐭡𐭩𐭲𐭠 < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂wes- (ζω, μένω) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χαντζόπουλος αρσενικό (θηλυκό Χαντζοπούλου)