Χατζόπουλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χατζόπουλος | οι | Χατζόπουλοι & Χατζοπουλαίοι1 |
γενική | του | Χατζόπουλου & Χατζοπούλου |
των | Χατζόπουλων2 & Χατζοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Χατζόπουλο | τους | Χατζόπουλους3 & Χατζοπουλαίους |
κλητική | Χατζόπουλε | Χατζόπουλοι & Χατζοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Χατζοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Χατζοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Χατζόπουλος < Χαντζόπουλος με απερρινοποίηση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xaˈd͡zo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χα‐τζό‐που‐λος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χατζόπουλος αρσενικό (θηλυκό Χατζοπούλου)