Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πανδοχέας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πανδοχ
έας
οι
πανδοχ
είς
γενική
του
πανδοχ
έα
&
πανδοχ
έως
των
πανδοχ
έων
αιτιατική
τον
πανδοχ
έα
τους
πανδοχ
είς
κλητική
πανδοχ
έα
πανδοχ
είς
Κατηγορία
όπως «
αμφορέας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πανδοχέας
< (
διαχρονικό δάνειο
)
αρχαία ελληνική
πανδοκεύς
<
παν-
+
δέχομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πανδοχέας
αρσενικό
(
επάγγελμα
) ο ιδιοκτήτης
πανδοχείου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πανδοχέας
αγγλικά
:
innkeeper
(en)
γαλλικά
:
aubergiste
(fr)