Φαναράκια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Φαναράκια | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | τα | Φαναράκια | ||
κλητική | Φαναράκια | |||
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Φαναράκια < φαναράκι στον πληθυντικό, υποκοριστικό του φανάρι → δείτε τη λέξη φανός με την παλαιότερη έννοια του φάρου
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fa.naˈɾa.ca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φα‐να‐ρά‐κια
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦαναράκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ονομασία για τοποθεσίες της Ελλάδας
- (τοποθεσία) ονομασία του στομίου του λιμένα του Πειραιά, με φάρους αριστερά και δεξιά, και αρχαία λιμενικά και αμυντικά έργα που διασώζονταν μέχρι το 1836 -χάθηκαν με τον εκσυγχρονισμό του λιμένα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)