φαναράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φαναράκι | τα | φαναράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φαναράκι | τα | φαναράκια |
κλητική | φαναράκι | φαναράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαναράκι < φανάρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαναράκι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαναράκι
|