Δείτε επίσης: ὑποτακτικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποτακτικός η υποτακτική το υποτακτικό
      γενική του υποτακτικού της υποτακτικής του υποτακτικού
    αιτιατική τον υποτακτικό την υποτακτική το υποτακτικό
     κλητική υποτακτικέ υποτακτική υποτακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποτακτικοί οι υποτακτικές τα υποτακτικά
      γενική των υποτακτικών των υποτακτικών των υποτακτικών
    αιτιατική τους υποτακτικούς τις υποτακτικές τα υποτακτικά
     κλητική υποτακτικοί υποτακτικές υποτακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποτακτικός < αρχαία ελληνική ὑποτακτικός < ὑποτάσσω < τάσσω

  Επίθετο επεξεργασία

υποτακτικός -ή -ό

  1. που έχει υποταχτεί
  2. (γλωσσολογία) που έχει σχέση με την υπόταξη ή αναφέρεται σ' αυτή
    υποτακτική σύνδεση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποτακτικός αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία