πνευματικοπαίδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πνευματικοπαίδι | τα | πνευματικοπαίδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πνευματικοπαίδι | τα | πνευματικοπαίδια |
κλητική | πνευματικοπαίδι | πνευματικοπαίδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πνευματικοπαίδι < πνευματικός + -ο- + παιδί + -ι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπνευματικοπαίδι ουδέτερο
- που έχει ως εξομολόγο του κάποιον ιερέα ή ιερομόναχο πνευματικό, που είναι «πνευματικό» του παιδί
Μεταφράσεις
επεξεργασία πνευματικοπαίδι
|